σχιστοπροσωπία

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
βλ. σχιζοπροσωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schistoprosopie (< σχιστός + -προσωπία < -πρόσωπος < πρόσωπο)].