τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
-έω, ΜΑ χαιρέκακοςείμαι χαιρέκακος, χαίρομαι για τα παθήματα ή για τη δυστυχία τών άλλων.