φύσεις

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek (Liddell-Scott)

φύσεις: -αἱ, physes, λίθοι τινὲς τίμιοι ποικιλόχροοι ἄνευ ὡρισμένου ἢ εἰδικοῦ ὀνόματος, Phn h. n. XXXVII. 74. Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. δὲν ἀνεγράφη ἡ σημείωσις αὕτη τῆς λέξ. φύσις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

αἱ, Α
βλ. φύση.