υποθεραπεύω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
Μ
περιποιούμαι κάποιον σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θεραπεύω «περιποιούμαι»].