κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
ο, Ν1. απατεώνας, αγύρτης2. (για γιατρό) κομπογιανίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciarlatano < ρ. ciarlare «φλυαρώ»].