τσαρλατάνος

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

ο, Ν
1. απατεώνας, αγύρτης
2. (για γιατρό) κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciarlatano < ρ. ciarlare «φλυαρώ»].