υποστύλωση
From LSJ
Menander, fragment 761
Greek Monolingual
η / ὑποστύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑποστυλῶ / -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστυλώνω.
η / ὑποστύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑποστυλῶ / -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστυλώνω.