ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
το, Ν(μετεωρ.) χιονόνερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λυτός (< λύω). Η λ., στον λόγιο τ. χιονόλυτον (ύδωρ), μαρτυρείται από το 1892 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].