χιονόλυτο

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) χιονόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λυτός (< λύω). Η λ., στον λόγιο τ. χιονόλυτον (ύδωρ), μαρτυρείται από το 1892 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].