διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
-ον, Α1. παράκαιρος2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].