σχιζοτριχία

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. απόσχιση τών τριχών του κεφαλιού στο άκρο τους, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η περαιτέρω ανάπτυξή τους, κν. ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + -τριχία (< -τριχος < θριξ, τριχός)].