υπεραιώνιος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
-ία, -ον, Μ
ο πριν από τους αιώνες, αυτός που δεν έχει χρονικά όρια, ο πράγματι αιώνιος.
επίρρ...
ὑπεραιωνίως Μ
άχρονα, πέρα από τα όρια του χρόνου.