υπεραιώνιος

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
ο πριν από τους αιώνες, αυτός που δεν έχει χρονικά όρια, ο πράγματι αιώνιος.
επίρρ...
ὑπεραιωνίως Μ
άχρονα, πέρα από τα όρια του χρόνου.