τραβολογώ
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
-άω, Ν
1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις
2. ταλαιπωρώ κάποιον, τον υποβάλλω σε περιπέτειες («τον τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ].