τραβολογώ
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
-άω, Ν
1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις
2. ταλαιπωρώ κάποιον, τον υποβάλλω σε περιπέτειες («τον τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ].