τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
[Seite 1100] vieräugig, Tzetz.
-ον. Μαυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὀφθαλμός (πρβλ. τρι-όφθαλμος)].