Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετρόφθαλμος

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

German (Pape)

[Seite 1100] vieräugig, Tzetz.

Greek Monolingual

-ον. Μ
αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὀφθαλμός (πρβλ. τριόφθαλμος)].