ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
και ταρχώματα και ταρχῶα Α
σε σχόλ. της Ομ. Ιλ.) πιθ. όσα είναι καθιερωμένο να γίνονται στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.