υμνογραφώ
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
-έω, Ν
γράφω ή συνθέτω ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμνογράφος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].