χελιδονόψαρο

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών αθερινόμορφων επιπελαγικών ιχθύων της οικογένειας εξωκοιτίδες, που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να εκτελούν μικρής διάρκειας αερολισθήσεις έξω από το νερό, για να αποφύγουν τους θηρευτές τους.