σφακτικός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφακτικός Medium diacritics: σφακτικός Low diacritics: σφακτικός Capitals: ΣΦΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphaktikós Transliteration B: sphaktikos Transliteration C: sfaktikos Beta Code: sfaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for slaughtering, μάχαιρα Zonar. s.v. πανδούριον.

Greek (Liddell-Scott)

σφακτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· μάχαιρα σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σφάκτης
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη σφαγή.