ταμπάκος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν
1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη
2. (κατ' επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με τη συστροφή τών τσιγαρόχαρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. tobaco, φυτό, τα φύλλα του οποίου σε μορφή ρολού κάπνιζαν οι Ινδιάνοι στα νησιά Αντίλλες την εποχή του Κολόμβου].