ταπεινόφρονας

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο / ταπεινόφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, και θηλ. ταπεινόφρων και ως επίθ. ταπεινόφρων, -ον, Ν
μετριόφρονας, μετριοπαθής
αρχ.
1. ποταπός, χαμερπής
2. δουλοπρεπής.
επίρρ...
ταπεινοφρόνως ΝΜΑ
με ταπεινοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].