μετριοπαθής
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
μετριοπαθές, moderating one's passions, a Peripatetic word, opp. Stoic ἀπαθής, D.L.5.31, cf. Aristeas 256, Ph.2.315 (Sup.); τὸ μ. D.H.8.61. Adv. μετριοπαθῶς, ζῆν Phld.Po.5.13; χρῆσθαι ταῖς εὐπραξίαις App.Pun.51; διατίθεσθαι S.E.M.11.161.
German (Pape)
[Seite 162] ές, sich in seinen Leidenschaften mäßigend, bes. nachgiebig, menschenfreundlich, N.T.; τὸ μ. neben εὐδιάλλακτον, D. H. 8, 61. – Adv., μετριοπαθῶς διατίθεται, S. Emp. adv. eth. 162.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
modéré dans ses passions ou ses sentiments.
Étymologie: μέτριος, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
μετριοπᾰθής: умеренный в своих страстях, владеющий собой Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μετριοπᾰθής: -ές, ὁ μετριάζων τὰ πάθη του, λέξις περιπατητική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Στωϊκ. ἀπαθής, Διογ. Λ. 5. 31· τὸ μετριοπαθές = μετριοπάθεια, Διον. Ἁλ. 8. 61. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριοπαθής· μικρὰ πάσχων. ἢ συγγινώσκων ἐπιεικῶς». ― Ἐπίρρ. -θῶς, Ἀππ. Καρχηδ. 51.
Greek Monolingual
-ές (Α μετριοπαθής, -ές)
1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός
2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές
η μετριοπάθεια.
επίρρ...
μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς)
με μετριοπάθεια, με σύνεση, με διαλλακτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -παθής (< πάθος), πρβλ. καινοπαθής, νεοπαθής].
Greek Monotonic
μετριοπᾰθής: -ές (πάθος), αυτός που μετριάζει τα πάθη του, όρος των Περιπατητικών.
Middle Liddell
μετριο-πᾰθής, ές πάθος
moderating one's passions, a Peripatetic word.