ταπεινόφρονας

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο / ταπεινόφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, και θηλ. ταπεινόφρων και ως επίθ. ταπεινόφρων, -ον, Ν
μετριόφρονας, μετριοπαθής
αρχ.
1. ποταπός, χαμερπής
2. δουλοπρεπής.
επίρρ...
ταπεινοφρόνως ΝΜΑ
με ταπεινοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].