τοιχωρυχώ
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
τοιχωρυχῶ, -έω, ΝΑ τοιχωρύχος
είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῑ γε νὴ Δί', ὁ δὲ τοιχωρυχεῑ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή.