τετραπερασμένος
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
τετραπέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + περασμένος].
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
-η, -ο, Ν
τετραπέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + περασμένος].