Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
το / τριαντάφυλλον, ΝΜτο ρόδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + φύλλο, κατ' απόσπαση από τη φρ. «τριαντάφυλλο ρόδο»].