τυροβόλι
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
το / τυροβόλιον, ΝΜΑ τυροβόλος
μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση του τυροπήγματος
νεοελλ.
συνεκδ. τυρόπηγμα.