τυροβόλι

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

το / τυροβόλιον, ΝΜΑ τυροβόλος
μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση του τυροπήγματος
νεοελλ.
συνεκδ. τυρόπηγμα.