τσυριχτός
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
και τσιριχτός, ο, Ν τσυρίζω / τσιρίζω
αυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα»).