τύρφη

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
γεωλ. οργανικό καύσιμο, που αποτελείται από ένα ελαφρό σπογγώδες υλικό σχηματιζόμενο κυρίως σε εύκρατα υγρά περιβάλλοντα από τη συσσώρευση και τη μερική αποσύνθεση τών φυτικών υπολειμμάτων σε συνθήκες ελλιπούς αποστράγγισης, αλλ. ποάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turf «χλόη»].