τύρφη
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
η, Ν
γεωλ. οργανικό καύσιμο, που αποτελείται από ένα ελαφρό σπογγώδες υλικό σχηματιζόμενο κυρίως σε εύκρατα υγρά περιβάλλοντα από τη συσσώρευση και τη μερική αποσύνθεση τών φυτικών υπολειμμάτων σε συνθήκες ελλιπούς αποστράγγισης, αλλ. ποάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turf «χλόη»].