Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάμπτεται με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -καμπής (< καμπή < κάμπτω), πρβλ. μεγαλο-καμπής, οξυ-καμπής].