υδρωπιώδης
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek Monolingual
-ώδες, Α ὕδρωψ, -ωπος]
1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου ύδρωπας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες
ο ύδρωπας.