υδρωπιώδης
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
Greek Monolingual
-ώδες, Α ὕδρωψ, -ωπος]
1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου ύδρωπας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες
ο ύδρωπας.