υποκλοπή
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλέπτω («οι υποκλοπές τών τηλεφωνημάτων πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].