φαναρτζής

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός
2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής
3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. -τζής].