αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
ο / φαυλοκόλαξ, -ακος, ΝΜ1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους2. φαύλος κόλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, -ακος].