χάλαβρο
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
το, Ν
σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. χαλαβρός, παρλλ. του επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)].