χαλκοτευχής
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
German (Pape)
[Seite 1332] ές, v. l. für χαλκεοτευχής.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοτευχής: πλημμ. γραφὴ ἀντὶ χαλκεοτευχής.
Greek Monolingual
-ές Α
(εσφ. γρφ.) βλ. χαλκεοτευχής.