παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
-όω, Α χαλκός(ποιητ. τ.)1. χαλκουργῶ2. παθ. χαλκοῡμαι, -όομαι φορώ χάλκινη στολή («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», Πίνδ.).