χαλκάνθεμον
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
τό,
A = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκάνθεμον: τό, = χρυσάνθεμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 58.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ-άνθεμον)].