δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες
2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη
(για φιάλη) χιλιάρα
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άρικος (πρβλ. πεντ-άρ-ικος)].