χιλιάρικος

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες
2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη
(για φιάλη) χιλιάρα
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άρικος (πρβλ. πεντ-άρ-ικος)].