χιλιάρικο
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Greek Monolingual
το, Ν
χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιασακοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χιλιάρικος].
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
το, Ν
χαρτονόμισμα χιλίων δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιασακοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χιλιάρικος].