χιδά
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
φρικτή, Hsch. χίδαδον· τὸ παιδίον, Id. (leg. χίδαλον· ἀντὶ τοῦ <κίδαλον>· τὸ αἰδοῖον).
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικτή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρν].