αμυγδάλα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
και μυγδάλα, η
1. ο καρπός της αμυγδαλιάς
2. το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμυγδάλη. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. ἀθερίνη: αθερίνα].