Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
ἀναξιβρέντας, ο (Α)(επίθ. του Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)].