Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό
αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. μαυρειδερός)
η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].